- -ίτρα
- βλ. -τρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυτεχνίτης — ο, θηλ. ίτισσα και ίτρα, Ν 1. αυτός που γνωρίζει ή ασκεί πολλές τέχνες, πολλά επαγγέλματα, ο πολύτεχνος 2. παροιμ. «πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης» λέγεται για να δηλώσει ότι αυτός που ασχολείται με πολλές τέχνες δεν ευδοκιμεί τελικά σε καμία.… … Dictionary of Greek
αρχιτεχνίτης — ο θηλ. ίτρα και ίτισσα ο προϊστάμενος άλλων τεχνιτών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μικροτεχνίτης — ο θηλ. ίτρα 1. ο καλλιτέχνης που κατασκευάζει μικροτεχνήματα. 2. τεχνίτης που είναι ικανός μόνο για έργα μικρής αξίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυτεχνίτης — ο θηλ. ίτρα και ίτισσα 1. αυτός που γνωρίζει πολλές τέχνες: Πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης (όποιος καταγίνεται με πολλά σε τίποτα δεν προκόβει, παροιμ.). 2. αυτός που γνωρίζει πολλούς τρόπους, που βρίσκει ή κάνει πολλά σχέδια, πολυμήχανος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)